0a
0b
2_MARATHON-CENTER
2a_CoverMARATHON-CENTER
2b_MARATHON-CENTER
4a_topo
4b_MARATHON-CENTER
5_MARATHON-CENTER
6_MARATHON-CENTER
8_MARATHON-CENTER
9_MARATHON-CENTER
10_MARATHON-CENTER
11a_MARATHON-CENTER
12_MARATHON-CENTER
13_MARATHON-CENTER
14_MARATHON-CENTER
15a_MARATHON-CENTER
16_MARATHON-CENTER
17_MARATHON-CENTER
18_MARATHON-CENTER3
19_MARATHON-CENTER

Κέντρο Πολιτισμού και Υποστήριξης της Μαραθώνιας Διαδρομής

Τόπος: Μαραθώνας, Αττική
Έτος: 2011
Εργοδότης: Δήμος Μαραθώνα
Επιφάνεια: 2.464 m²

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ:

Γ. Ζακυνθινός
Θεώνη Ξάνθη
Θοδωρής Ανδρουλάκης

ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ:

Π. Μανώλης, Ε. Κουρή,
Γ. Αγγελάκος, Ν. Κεχαγιάς,
Α. Τζίμα

ΣΤΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ:

Γ. Χατζηστεργίου

ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ:

Α. Ασημάκης

ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ:

Κ. Γεωργακόπουλος

ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ:

Θ. Νιαουνάκης – MSc in Acoustics

ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΕΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ:

Ν. Κεχαγιάς

Το έργο αφορά στη δημιουργία ενός Πολιτιστικού Κέντρου για τις ανάγκες του νέου, διευρυμένου Δήμου του Μαραθώνα. Το κτίριο εντάσσεται στο χώρο της διαμόρφωσης της Αφετηρίας του Κλασσικού Μαραθώνιου δρόμου, στο ανατολικό άκρο, δίπλα στο ρέμα. Πρωτογενής απαίτηση ήταν να ακολουθήσει την ηπιότητα και λιτότητα του διαμορφωμένου περιβάλλοντος. Αυτό οδήγησε στην αναζήτηση ενός χαμηλού κτίσματος, που αναδύεται από το έδαφος, χωρίς εξάρσεις, στο πνεύμα των υπαρχόντων εκτενών γραμμικών χαράξεων και διαμορφώσεων.

Εκ των πραγμάτων, αυτό το αίτημα για “απουσία μορφής” οδήγησε σε μία στοιχειακή ιδέα ενός “μη κτιρίου”, μιάς πέργκολας. Συντακτικά του στοιχεία τέσσερα μισοβυθισμένα επιμήκη τοιχώματα – αναλημματικών τοίχων σφηνωμένων στη γη – που τα συνδέει μία διαφανής εσχάρα, η οποία διακόπτεται τακτικά από φυτεμένα αίθρια. Οι χαράξεις των τοίχων ορίζουν τρεις ζώνες-κλίτη, θετικά κενά μέσα στα οποία γεννιούνται οι υπέργειοι και υπόγειοι χώροι των λειτουργιών, συνθέτοντας έναν εσώστρεφο χώρο με εντατικές φυγές, που φωτίζεται από ψηλά.

Στην πρώτη, ευρύτερη ζώνη, που στεγάζει τις πολιτιστικές δραστηριότητες, το έδαφος χαμηλώνει με ένα σταδιακό ανάγλυφο για να υλοποιήσει τον εσωτερικό όγκο, με τους μεγάλους κλειστούς χώρους να φωλιάζουν στη γη. Ενώ οι δύο στενότερες ζώνες, που στεγάζουν τους γραφειακούς χώρους με τη ρυθμική δομικότητα της πέργκολας, ενσωματώνουν τα φυτεμένα αίθρια που επιτρέπουν στο φυσικό φως και το πράσινο να διεισδύσουν στο σώμα του κτιρίου. Έτσι, σταδιακά το εσωτερικό του κτιρίου περιγράφει ένα “τοπίο του έξω”, γέννημα μιας υπαίθριας – ημιυπαίθριας αρχιτεκτονικής, που είναι βιωμένη και αυτονόητη στην καθημερινή ζωή και το ιστορικό βάθος του τόπου.

Τελικά, η πρόταση που ξεκίνησε από την ανίχνευση του “genius loci”, οδηγήθηκε, μέσα από τη σταδιακή αφαίρεση, σε πιό αρχετυπικές και διαχρονικές αναζητήσεις. Αυτές της συνεργασίας της αρχιτεκτονικής με τη φύση και τα στοιχεία της. Στο αναγκαίο, το πρωταρχικό, το φώς, τη διαφάνεια, τη σκιά, τις εναλλαγές που μετρούν το χρόνο, στοιχεία περισσότερο ά-χρονα και α-τοπικά.

Το κτίσμα, από τις γεννεσιουργές αρχές του, αποκτά ένα πλεονέκτημα ενεργειακής αποδοτικότητας, και εμπλουτισμένο με στοχευμένες τεχνικές λύσεις, ανταποκρίνεται και στην τρέχουσα έννοια της αειφορίας.