Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Κύπρου

Πρόκειται για διεθνή διαγωνισμό δύο φάσεων, που διήρκησε 8 μήνες. Στην πρώτη φάση ανάμεσα σε 129 συμμετοχές προκρίθηκαν 7 γραφεία, ενώ στη συνέχεια δόθηκαν 3 βραβεία από την 9μελή επιτροπή του διαγωνισμού στην οποία συμμετείχαν ο Sir Peter Cook και ο Ηλίας Ζέγγελης.

Το νέο Μουσείο πρόκειται να φιλοξενήσει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές της Κυπριακής Αρχαιολογίας συμβάλλοντας στη διεθνή ανάδειξη της ιστορίας και του Κυπριακού πολιτισμού.

Η ιδιαιτερότητα ενός αρχαιολογικού μουσείου είναι ότι φιλοξενεί έναν κόσμο που έρχεται από τα σπλάχνα της γης. Τα κατάλοιπα της ανθρώπινης ζωής, ταπεινά ή πολύτιμα, απλοϊκά ή καλλιτεχνήματα, που η γη τα προφύλαξε προσφέροντάς τους την αξία του ανεκτίμητου. Με αυτή την αξία τα ξαναανακάλυψαν οι άνθρωποι, σκάβοντας τη γη για να βρουν την ταυτότητά τους. Είναι τα μακρινά ίχνη καθημερινών ανθρώπων, αρχέτυπα γεννήματα της ανθρώπινης ζωής, ανθρωποκεντρικά πρότυπα της χρόνιας ψυχής. Ποιο πρέπει να είναι το νέο περιβάλλον για κάτι που έρχεται ξανά στο φως; Η μελέτη προτείνει να ανασηκωθούν από το έδαφος και να δηλώσουν την παρουσία τους στους σύγχρονους ανθρώπους. Γιατί όταν κάτι επιστρέφει από το σκοτάδι και τη λήθη γίνεται συλλογική μνήμη και ανήκει σε όλους.

Είναι το αιωρούμενο σύννεφο μιας ιδιαίτερης κληρονομιάς, που ενώ ανήκει πια σε όλους – είναι παγκόσμιο – δεν μπορεί να φύγει γιατί έλκεται από την Κυπριακή γη που το γέννησε. Έτσι αιωρείται αλλά μένει ακίνητο, δηλαδή μετέωρο, χωρίς να μπορεί να αποχωριστεί την terra, τη μητρική γη.

Η πρόθεση να αναδειχθούν τα αρχαιολογικά ευρήματα από την ανασκαφή και το παρελθόν στο φως και στον ενεστώτα χρόνο, οδήγησε στην ανύψωση του μουσείου, επιτρέποντας να ελευθερωθεί το ισόγειο και να αποδοθεί στην πόλη. Δημιουργείται έτσι μια νέα χωρική στρωματογραφία, που αποτελείται από τρεις οριζόντιες ζώνες. Η ανώτερη ζώνη αφορά το αιωρούμενο σώμα του μουσείου – Memory layer. Η ενδιάμεση ζώνη υποδέχεται την πόλη –City layer-.  Στη κάτω ζώνη –River layer– οργανώνεται μια μικρή κάτω πόλη, συγκεντρώνοντας τις καθημερινές λειτουργίες του κτηρίου.

Το περιεχόμενο της μόνιμης έκθεσης καθόρισε την αρχιτεκτονική πρόταση διαχωρίζοντας τρεις χωρικές και νοηματικές ενότητες, που υλοποιούνται σε τρείς διακριτούς γλυπτικούς όγκους: ο Τόπος (η Προϊστορία) εστιάζει στη σχέση των πρώτων κατοίκων με τη γη και τους πόρους της, η Θάλασσα (το άχρονο ενδιάμεσο) διηγείται την αδιάληπτη σχέση του νησιού με το θαλάσσιο στοιχείο και ο Κόσμος (οι Ιστορικοί χρόνοι) εστιάζει στις σχέσεις και αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους μεσογειακούς πολιτισμούς.

Το αρχαιολογικό μουσείο επιδιώκει να εκφράσει την ταυτότητά του μέσα από τα στοιχεία που γέννησαν τον κυπριακό πολιτισμό, όχι μόνο τα υλικά αλλά και τα χαρακτηριστικά της μεσογειακής ζωής, που είναι ακόμα ζωντανά στην καθημερινή ζωή του τόπου. Επιδιώκει να γίνει μια πολιτιστική εγκατάσταση που θα γεννήσει νέα περιβάλλοντα και συμπεριφορές, λειτουργώντας σαν αναζωογονητική χειρονομία προς την πόλη.

Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Κύπρου

Η πρόταση διερευνά και επικεντρώνεται στο σχεδιασμό μιας ανοιχτής δομής. Δύο χειρονομίες συντάσσουν τη σύνθεση του νέου κτηρίου. Η διάνοιξη των ορίων, που αναζητά τη συνέργεια με τα γειτονικά περιβάλλοντα και η σύνταξη ενός “μεγάλου εσωτερικού” – του πυρήνα της σχολής.
Η κύρια συνθετική επιλογή αφορά στην αφαίρεση κτηριακής μάζας από το κεντρικό τμήμα του οικοπέδου, με στόχο τη δημιουργία ενός ζωτικού ρήγματος, ενός “θετικού κενού”, που θα αποτελέσει το βασικό εργαλείο της λειτουργικής και περιβαλλοντικής διαχείρισης του κτίσματος. Διανοίχτηκε με τον τρόπο αυτό μια κοίτη – ρεματιά φυσικής και κοινωνικής ροής, που αποκαλύπτει τη φυσική τοπογραφία, ελευθερώνει τις οπτικές φυγές και την αντιληπτικότητα και επιτρέπει τη διείσδυση του φυσικού στο κτίσμα.
Αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός ελεύθερου περάσματος, που λειτουργεί ως συνέχεια – διακλάδωση του κεντρικού Πεζόδρομου – Βelvedere και ως διασύνδεση των δημόσιων χώρων (Πλατεία Κοινόχρηστων Λειτουργιών, Αίθριο Βιολογίας), δημιουργώντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις μετάβασης προς το κτίριο επέκτασης της Σχολής, νότια.
Η διαίρεση του κτηριακού όγκου επιτρέπει τη σαφή διάκριση των δύο κύριων λειτουργικών ενοτήτων, της Προπτυχιακής – Διδακτικής και της Μεταπτυχιακής – Ερευνητικής, με βάση και τα αντιθετικά χαρακτηριστικά τους (κινητικότητα και ομαδική λειτουργία για την πρώτη – διαβαθμισμένη προσβασιμότητα και υγειονομική ασφάλεια για τη δεύτερη). Οι γραφειακοί χώροι της Κοσμητείας – Ακαδημαϊκών εντάσσονται στις ψηλότερες στάθμες της Διδακτικής ενότητας, όπου ο όγκος απομειώνεται, παρέχοντας υπαίθριες και ημι-υπαίθριες εκτονώσεις και θέες προς το εσωτερικό και γειτονικό περιβάλλον.
Το εσωτερικό του “δοχείου” που δημιουργήθηκε παρήγαγε τον ενδιάμεσο χώρο, που εξελίσσεται στην τρίτη, κύρια χωρική ενότητα του κτηρίου, η οποία συγκεντρώνει τις κοινόχρηστες λειτουργίες – κλειστές και ανοικτές – και γίνεται ο κεντρικός χώρος οργάνωσης και διαπνοής του κτηρίου. Στην κορύφωσή του ο ενδιάμεσος χώρος μορφώνεται και προστατεύεται με τη χρήση ενός παλλόμενου βιοκλιματικού στεγάστρου.

Mουσείο για την αξιοποίηση της Αργούς

Η Αργώ επιστρέφει μετά ένα ταξίδι αιώνων. Το κτίριο έχει σαν στόχο να την υποδεχτεί, αναγνωρίζοντας ότι θα φιλοξενήσει το κύριο ιστορικό έμβλημα της πόλης, με διεθνή αναγνωρισιμότητα και δημοφιλία, και ταυτόχρονα δείγμα της σύγχρονης ζωτικότητας και δημιουργικότητας των κατοίκων. Βέβαια, δεν θα φιλοξενήσει μόνο το μυθικό καράβι αλλά και το μύθο που το περιβάλλει. Η πρόταση δεν στοχεύει μόνο σε ένα μουσείο, όσο και σε ένα περιβάλλον περιήγησης, μάθησης, έκπληξης, παιχνιδιού, και διάδρασης, που θα μπορέσει να ενσωματώσει και να εκφράσει τη μυθική, ιστορική και σύγχρονη διάσταση της Αργοναυτικής περιπέτειας, προσφέροντας εμπειρίες, θεάσεις, επιμόρφωση, και ψυχαγωγία.

Το μουσείο αναπτύσσεται σε επιμήκη σχηματισμό, στο μήκος του οικοπέδου ΒΑ-ΝΔ, με πρόσβαση από την οδό Αθηνών. Αρθρώνεται από τρεις παράλληλες ζώνες: Τη ζώνη – “φίλτρο” προς το δρόμο, που διαμορφώνεται από μια κεκλιμένη ράμπα και έναν επιμήκη υπαίθριο χώρο, αυτή του κτιρίου και τη ζώνη της νότιας, πράσινης αυλής παιχνιδιού και διάδρασης  Η χωρική δομή του κτιρίου διαρθρώνεται με βάση ένα “κυματιστό” φορέα, που διαμορφώνει ένα ζεύγος “πλήρους” και “κενού” όγκου, όπου χωροθετούνται οι δύο βασικές λειτουργίες. Στο “κενό” – κυρτό η Αίθουσα της Αργούς και στο “πλήρες”- κοίλο τμήμα ο χώρος των Πολυμέσων. Μία τρίτη χωρική ενότητα, αυτή των χώρων υποστήριξης, φωλιάζει στη βορινή πλευρά κάτω από τον φορέα δημιουργώντας τους χώρους της εισόδου.

Το κτίριο προβάλλει το γεγονός της επιστροφής. Η παρουσία του μυθικού πλοίου σημαίνεται προς τα έξω. Η Αργώ δεν θα πρέπει να “εγκλειστεί” σε έναν ερμητικά κλειστό θάλαμο, αφού είναι βέβαιο ότι ο χειρισμός ηλιοπροστασίας και τεχνολογίας επιτρέπουν τις επιθυμητές συνθήκες συντήρησης.

Πρόθεση της μελέτης είναι να αποδώσει ένα χώρο ζωντανό, κινητικό, με πολλαπλές θεάσεις και εκφάνσεις. Να δοθεί μια επιθυμητή αίσθηση εναλλακτικότητας και “πολυπλοκότητας”, που θα συντελέσει ώστε η επίσκεψη στο μουσείο να γίνει ή ίδια μια μικρή περιπέτεια, γεμάτη εναλλαγές και εκπλήξεις.  

Τμήμα Βιολογικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κύπρου

Η σύλληψη βασίζεται στη σύνθεση του χώρου ως διάμεσο – “intermedio”, ανάμεσα:
– Στο πώς το ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον δεν θα αποτελέσει απλά “φόντο” για το κτήριο, αλλά θα αποκτήσει ζωντανή σχέση με αυτό, καθορίζοντας τη γένεση του.
– Στην έννοια ενός σύγχρονου Πανεπιστημίου (εκπαίδευση, κοινωνικοποίηση, κινητικότητα γνώσης και ιδεών) και την απόδοσή της μέσω μιας ανοιχτής χωρικής δομής που λειτουργεί αφ’ εαυτής παιδευτικά.
– Στο πώς η διάρθρωση των κοινών, δημόσιων χώρων κατανομής και συνεύρεσης μπορεί να αποτελεί την αφετηρία του βιοκλιματικού σχεδιασμού.
– Στο πώς η “ελαχιστοποίηση” του ενεργειακού αποτυπώματος ενός σύνθετου και απαιτητικού κτιρίου, μπορεί ταυτόχρονα να βελτιώνει την κοινωνική του αποδοτικότητα και τη σχέση με τον τόπο και τον τρόπο ζωής.

Ο σχεδιασμός.
Η δημιουργία ενός μεσαίου, “κενού” χώρου, ανάμεσα στην υπερυψωμένη, οργανωμένη ανωδομή και την τοπιογενή, πλαστική βάση επέτρεψε:
Την ουσιαστική και λειτουργική διασύνδεση των δύο περιοχών αναφοράς του κτηρίου (Πεζοδρόμου/Κοινωνικού πόλου ΒΔ – Αθλητικού πόλου ΝΑ).
Την απρόσκοπτη θέαση και βίωση του ευρύτερου τοπίου.
Την οργάνωση μιας εσωτερικής “γειτονιάς”, που εμπλουτίζει την αστικότητα του Πανεπιστημίου και συντάσσει το εσωτερικό περιβάλλον των σχολών.
Τη σύνθεση των κοινόχρηστων χώρων με δύο εισαγωγικές πλατείες και ένα μεσαίο δρόμο – πλατεία όπου εκβάλλουν οι αίθουσες διδασκαλίας, ως κοινωνική “κοίτη” του κτιρίου.
Τη δημιουργία μιας αλληλουχίας υπαίθριων και ημιυπαίθριων χώρων (αίθρια, στοές, γέφυρες) που επιτρέπουν μια ποικιλία εναλλακτικών κινήσεων και προσβάσεων.
Την οικονομία πόρων, καθώς το ίδιο το συγκρότημα από το σχεδιασμό του και χωρίς περίσσεια τεχνολογικών μέσων λειτουργεί βιοκλιματικά.
Την αξιοποίηση των ευεργετημάτων του κλίματος, του τοπίου και ενός τρόπου διαβίωσης βιωματικού και αυτονόητου, στην καθημερινή ζωή και το ιστορικό βάθος του συγκεκριμένου τόπου.

Νέα Γραφεία Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου

Στόχος της πρότασης είναι ένα βιώσιμο κτίριο με διττό χαρακτήρα, που θα ενσωματώνει και θα προβάλλει στο δημόσιο χώρο τόσο τη συνεκτική οργανωτική δομή του αστικού κτιρίου, σε συνδυασμό με έναν δυναμικό εταιρικό συμβολισμό, όσο και την εικόνα ενός πολύπλευρου οργανισμού που ανοίγεται και συμμετέχει ενεργά στις καθημερινές θεσμικές – οικονομικές αλλά και στις πολιτιστικές διεργασίες της τοπικής και ευρύτερης κοινωνίας. Ταυτόχρονα, η γενική φιλοσοφία του σχεδιασμού ενστερνίζεται την αντίληψη, που θεωρεί ότι οι εργασιακοί χώροι δεν “εγκιβωτίζουν” απλά τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά στοχεύουν στη δημιουργία ενός πολύπλευρου εργασιακού “οικοσυστήματος”, εμπλουτισμένου σε εναλλακτικές χρήσεις και εικόνες, επιδιώκοντας την επαναθεσμοποίηση του χώρου εργασίας ως χώρου αναβαθμισμένης δημιουργικότητας.

Αναζητήθηκε λοιπόν μια σύνθετη δομή, που θα εξασφαλίζει μια ποικιλία εναλλασσόμενων και συλλειτουργικών χώρων, που θα διευρύνουν και θα εμπλουτίζουν το εσωτερικό περιβάλλον αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον της πόλης.

Η χωρική δομή του κτιρίου συγκροτείται από ένα συνεργαζόμενο “διπλό S”.

Το πρώτο “S” συντάσσεται καθ’ ύψος και ξεδιπλώνεται παλλόμενο στο μήκος της λεωφόρου. Διαρθρώνεται από ένα τεθλασμένο φορέα, που διαμορφώνει ένα ζεύγος “πλήρους” και “κενού” όγκου. Στο πλήρες τμήμα, με μορφή δοχείου, διατάσσονται οι γραφειακοί χώροι ενώ ο “κενός” όγκος διαμορφώνει ένα κατακόρυφο αίθριο – έναν πολυεπίπεδο ανοιχτό χώρο αναφοράς – που ενσωματώνει και προβάλλει τις εισόδους, τις πολιτιστικές χρήσεις και τους χώρους αναψυχής εργαζομένων και επισκεπτών.

Δημιουργείται έτσι μια αμφίδρομη και αλληλο-τροφοδοτούμενη σχέση πλήρους και κενού, καθώς οι όροφοι των γραφειακών ορόφων εκβάλλουν και εκτονώνονται στο εκτεταμένο και πολυεπίπεδο lobby, που φιλοξενεί σε στάθμες – πατάρια όλες τις χρήσεις πολιτισμού και αναψυχής, φιλοδοξώντας να αναβαθμίσει το εργασιακό περιβάλλον και τη δημόσια εικόνα του κτιρίου.

Το δεύτερο “S”, συντάσσεται οριζόντια στο επίπεδο της κάτοψης, από τη χαμηλή ΒΔ πτέρυγα γραφείων – που αγκαλιάζει την πίσω πλευρά κλιμακώνοντας τη σχέση με την περιοχή της χαμηλότερης δόμησης – και παράγει με τις συστροφές του δύο αίθρια. Το στεγασμένο ηλιακό αίθριο του τραπεζικού καταστήματος και το ανοιχτό αίθριο-κήπο του Συνεδριακού κέντρου. Στην αγκαλιά των δύο συμπλεκόμενων τμημάτων “φωλιάζει” η Αίθουσα πολλαπλών χρήσεων.

Η συμπλοκή των δύο τμημάτων και η αλληλουχία των κατακόρυφων και οριζόντιων αιθρίων που παράγει, γίνονται η βάση για τον βιοκλιματικό σχεδιασμό του κτιρίου, εξασφαλίζοντας το εσωτερικό μικροκλίμα και την ενεργειακή αποδοτικότητα.

Πάρκο και Μουσείο Αγροτικής Κληρονομιάς στην Επταγώνια Κύπρου

Στόχος του διαγωνισμού ήταν η δημιουργία ενός ζωντανού περιφερειακού κέντρου – σημείου αναφοράς, πάνω σε ένα γενικότερο σενάριο σύνδεσης του χώρου με το άμεσο περιβάλλον (τοπική κλίμακα) καθώς και με τα γύρω χωριά και την ευρύτερη επαρχία Λεμεσού (υπερ-τοπική κλίμακα).

Οι μελετητές, αναβαθμίζοντας και αναδιαρθρώνοντας το υφιστάμενο κτίσμα (υπάρχον πολιτιστικό κέντρο – εγκαταστάσεις εστιατορίου) στην κορυφή του λόφου, καλούνται να διαμορφώσουν στο χώρο της νέας ανάπτυξης (παρειές λόφου και επίπεδη έκταση μέχρι το κοιμητήριο) ένα ενιαίο, πολυλειτουργικό πάρκο αναψυχής, που συνολικά θα περιλαμβάνει υπαίθριους χώρους για πολλαπλές εκδηλώσεις, ένα μουσείο αγροτικής κληρονομιάς, ένα χώρο κοινοτικής βιβλιοθήκης και να ενσωματώσουν μία κατοικία ιερέα.

Βασικό ζητούμενο – βασική αρχή που πρέπει να χαρακτηρίζει το σχεδιασμό και το προγραμματικό σενάριο του χώρου είναι η παράμετρος της μεταβλητότητας και εναλλαξιμότητας του χώρου, που σκοπό έχει να προσφέρει στο χρήστη πολλαπλές επιλογές και σενάρια κατοίκησης – συνύπαρξης, ανάλογα με τη χρήση που θα επιλέξει σε διάφορες χρονικές στιγμές.

Κέντρο Πολιτισμού και Υποστήριξης της Μαραθώνιας Διαδρομής

Το έργο αφορά στη δημιουργία ενός Πολιτιστικού Κέντρου για τις ανάγκες του νέου, διευρυμένου Δήμου του Μαραθώνα. Το κτίριο εντάσσεται στο χώρο της διαμόρφωσης της Αφετηρίας του Κλασσικού Μαραθώνιου δρόμου, στο ανατολικό άκρο, δίπλα στο ρέμα. Πρωτογενής απαίτηση ήταν να ακολουθήσει την ηπιότητα και λιτότητα του διαμορφωμένου περιβάλλοντος. Αυτό οδήγησε στην αναζήτηση ενός χαμηλού κτίσματος, που αναδύεται από το έδαφος, χωρίς εξάρσεις, στο πνεύμα των υπαρχόντων εκτενών γραμμικών χαράξεων και διαμορφώσεων.

Εκ των πραγμάτων, αυτό το αίτημα για “απουσία μορφής” οδήγησε σε μία στοιχειακή ιδέα ενός “μη κτιρίου”, μιάς πέργκολας. Συντακτικά του στοιχεία τέσσερα μισοβυθισμένα επιμήκη τοιχώματα – αναλημματικών τοίχων σφηνωμένων στη γη – που τα συνδέει μία διαφανής εσχάρα, η οποία διακόπτεται τακτικά από φυτεμένα αίθρια. Οι χαράξεις των τοίχων ορίζουν τρεις ζώνες-κλίτη, θετικά κενά μέσα στα οποία γεννιούνται οι υπέργειοι και υπόγειοι χώροι των λειτουργιών, συνθέτοντας έναν εσώστρεφο χώρο με εντατικές φυγές, που φωτίζεται από ψηλά.

Στην πρώτη, ευρύτερη ζώνη, που στεγάζει τις πολιτιστικές δραστηριότητες, το έδαφος χαμηλώνει με ένα σταδιακό ανάγλυφο για να υλοποιήσει τον εσωτερικό όγκο, με τους μεγάλους κλειστούς χώρους να φωλιάζουν στη γη. Ενώ οι δύο στενότερες ζώνες, που στεγάζουν τους γραφειακούς χώρους με τη ρυθμική δομικότητα της πέργκολας, ενσωματώνουν τα φυτεμένα αίθρια που επιτρέπουν στο φυσικό φως και το πράσινο να διεισδύσουν στο σώμα του κτιρίου. Έτσι, σταδιακά το εσωτερικό του κτιρίου περιγράφει ένα “τοπίο του έξω”, γέννημα μιας υπαίθριας – ημιυπαίθριας αρχιτεκτονικής, που είναι βιωμένη και αυτονόητη στην καθημερινή ζωή και το ιστορικό βάθος του τόπου.

Τελικά, η πρόταση που ξεκίνησε από την ανίχνευση του “genius loci”, οδηγήθηκε, μέσα από τη σταδιακή αφαίρεση, σε πιό αρχετυπικές και διαχρονικές αναζητήσεις. Αυτές της συνεργασίας της αρχιτεκτονικής με τη φύση και τα στοιχεία της. Στο αναγκαίο, το πρωταρχικό, το φώς, τη διαφάνεια, τη σκιά, τις εναλλαγές που μετρούν το χρόνο, στοιχεία περισσότερο ά-χρονα και α-τοπικά.

Το κτίσμα, από τις γεννεσιουργές αρχές του, αποκτά ένα πλεονέκτημα ενεργειακής αποδοτικότητας, και εμπλουτισμένο με στοχευμένες τεχνικές λύσεις, ανταποκρίνεται και στην τρέχουσα έννοια της αειφορίας.

Οικοδομικό Τετράγωνο Στο Ιστορικό Κέντρο του Belgorod, Ρωσία

Η πρόταση επιχειρεί μια επανερμηνεία της παράδοσης του κλασσικού ευρωπαϊκού πολεοδομικού μπλοκ, και έχει σαν κύριο στόχο όχι μόνο μια οικιστική ανάπτυξη, αλλά ένα πολεοδομικό μοντέλο για την ανάκτηση του “χρήσιμου” αστικού χώρου, που παραμένει “κρυμμένος” από την υπόλοιπη πόλη.

Η αρχιτεκτονική προσέγγιση βασίζεται στη διατήρηση των περιμετρικών γραμμικών μετώπων, που προσδιορίζουν προοπτικά τον αρχικό οδικό κάνναβο της πόλης. Ωστόσο, τα μέτωπα αυτά παύουν να είναι συμπαγή, αλλά συνίστανται από μια αλληλουχία πλήρων και κενών όγκων, που προσδίδουν την ιδιότητα της διαφάνειας, καθώς επιτρέπουν τη θέα, το πέρασμα και τον ηλιασμό προς το εσωτερικό του μπλοκ και αντίθετα. Η υποδιαίρεση της περιφερειακής μάζας, επιτυγχάνει μικρότερη κλίμακα όγκων και τις πλεονεκτικές συνθήκες της χαμηλής πυκνότητας δόμησης, ενώ παράλληλα συνεχίζει να σημαίνει το χωρικό σχηματισμό του οικοδομικού τετραγώνου προς τον περιβάλλοντα χώρο. Ταυτόχρονα, η εσωτερική αυλή μετατρέπεται σε έναν εκτεταμένο, πράσινο, κοινόχρηστο υπαίθριο χώρο, που ανοίγεται και επικοινωνεί με τη ζωή της πόλης.

Η κατοίκηση στο εσωτερικό του μπλοκ υλοποιείται με τη δημιουργία ενός γραμμικού, τεθλασμένου όγκου με την ευέλικτη μορφή του S, και με αντίστοιχη διάτρητη δομή. Το κεντρικό αυτό συγκρότημα αποτελείται από μια ραχοκοκαλιά με μεγαλύτερο ύψος, που οι απολήξεις της χαμηλώνουν σταδιακά, εξελισσόμενες σε διώροφες και μονώροφες κατοικίες. Με αυτό τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα να δημιουργηθούν δύο ανεξάρτητες γειτονιές χαμηλής κατοικίας με ιδιωτική γη – κήπο, στα πλαίσια της ιδέας μιας “πόλης μέσα στην πόλη”.

Ο χειρισμός αυτής της μορφής μαιάνδρου – S, βοηθά τον δημόσιο χώρο να αποκτήσει δύο κύριους πόλους, διαταγμένους στη διαγώνιο του μπλοκ. Πρόκειται για την περιοχή της εκκλησίας ΝΔ – που αποκτά το χαρακτήρα μιας εισαγωγικής πλατείας προς το εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου, και αυτή του παιδικού σταθμού ΒΑ, που συνδυάζεται με μια περιοχή ήπιου, υπαίθριου αθλητισμού. Παράλληλα, ο δημόσιος χώρος αποκτά μια κλιμάκωση προς το ημι-ιδιωτικό και το ιδιωτικό, από τους πόλους προς τις χαμηλές γειτονιές. Η εσωτερική κυκλοφορία βασίζεται στη δημιουργία δύο κύριων αξόνων πεζοδρόμων στις κατευθύνσεις βορρά-νότου, ανατολής-δύσης, που χρησιμεύουν επίσης σαν δρόμοι τροφοδοσίας. Οι εμπορικές χρήσεις χωροθετούνται κάτω από τους υπερυψωμένους περιμετρικούς όγκους, αναζωογονώντας με ηπιότητα τα όρια του μπλοκ.

Η πρόταση επιχειρεί να προτείνει ένα σταθερό και ταυτόχρονα ευέλικτο μοντέλο μιας “νέας αστικότητας” για την πόλη του Belgorod – με δυνατότητα πολλαπλών εφαρμογών – που θα ανανεώσει και θα ενισχύσει την εικόνα του κέντρου της πόλης, αναζητώντας τη βέλτιστη ισορροπία ανάμεσα στο κτισμένο και το φυσικό, το δημόσιο και το ιδιωτικό, το ανεξάρτητο και το συλλογικό, το ποιοτικό και το εμπορικό, στοχεύοντας στην περιβαλλοντική και κοινωνική αειφορία.

Block 39-Κέντρο Προβολής της Επιστήμης

Διαμόρφωση ενός οικοδομικού τετραγώνου – Block 39 – έκτασης 116.600τ.μ., όπου κατασκευάζεται το Κτίριο Προβολής των Επιστημών – CFPOS – και προβλέπεται η σταδιακή εγκατάσταση Πανεπιστημιούπολης και ενός Πύργου επιστημονικών ινστιτούτων, με συνολικό πρόγραμμα 140.000τ.μ.

Τα προβλεπόμενα κτίρια αναπτύχθηκαν στην περίμετρο του τετραγώνου ανταποκρινόμενα στους ήδη εγκαθιδρυμένους, ισχυρούς άξονες του πολεοδομικού ιστού, επιτρέποντας την ύπαρξη του κενού χώρου που θα αποτελέσει το ζητούμενο πάρκο των επιστημών, την πράσινη «καρδιά» της διαμόρφωσης. Η λύση επεξεργάζεται την ιδέα μιας «πόλης» που αναπτύσσεται από το εσωτερικό της, προτείνοντας τους κτιριακούς όγκους της Α’ φάσης ως μία εν εξελίξει ενότητα ανεξάρτητων όγκων, συνδεδεμένων στα ψηλότερα επίπεδα και ενοποιημένων στη βάση. Ο ενοποιημένος όγκος της βάσης εκβάλλει στην πλευρά του πάρκου, δημιουργώντας με το δώμα του μία εκτεταμένη πλατφόρμα στην οποία εδράζονται και αναφέρονται όλα τα κτίρια. Είναι η ενοποιητική – κοινωνική πλατφόρμα του συγκροτήματος, χώρος διαπνοής, κοινωνικοποίησης, αναψυχής και αλληλεπίδρασης της επιστημονικής κοινότητας. Ένα δεύτερο υπέργειο επίπεδο ανοικτών δημόσιων χώρων δημιουργείται από τα συνδετικά καταστρώματα μεταξύ των κτιρίων και τα βατά δώματα, ενώ τα μη βατά φυτεύονται. Ο συνολικός χειρισμός προβλέπει την ενσωμάτωση συνθηκών ενεργειακής αποδοτικότητας, στοχεύοντας στην ισόρροπη ανάπτυξη αειφορίας και κοινωνικοποίησης.

Το κτίριο CFPOS διατάσσεται στο μήκος της κεντρικής λεωφό- ρου και συνδυάζεται με τον Πύργο των Ινστιτούτων σε ένα σύμπλεγμα – τοπόσημο, ορατό στις γρήγορες θέες του αυτοκινητόδρομου. Ο όγκος του ανασηκώνεται, αφήνοντας το έδαφος να περάσει και να ενοποιηθεί με το πάρκο, με τη χρήση ενός γραμμικού ελικοειδούς φορέα που διαχωρίζει και υποβαστάζει τις λειτουργικές ενότητες.

Οι κύριες όψεις καλύπτονται με μια μαθηματική, αρμονική αλληλουχία από κατακόρυφες και ελαφρά κεκλιμένες μπάρες, σε διαφορετικά μεγέθη και πυκνότητες, που διαμορφώνουν ζώνες διαφορετικής διαφάνειας, επιτρέποντας αλλού καθαρή θέα του εσωτερικού και αλλού απλά την υπονόησή του. Το κυματιστό αυτό, διαφανές περίβλημα μεταβάλει την πυκνότητα του όγκου και επιτρέπει την αυτόφωτη νυχτερινή προβολή του κτιρίου. Η ένταξη της σφαίρας του Πλανητάριου στο σώμα του κτιρίου δημιουργεί μια πληθώρα εσωτερικών και εξωτερικών εικόνων, και καθώς στηρίζεται από τον πτυχωτό δομικό σκελετό, προτείνει μία «χειρονομία» της επιστήμης να στηρίξει τον κόσμο.

Δημαρχιακό Μέγαρο Χαλανδρίου

Το κτίριο διατάσσεται στο μήκος της μεγάλης πλευράς του γωνιακού οικοπέδου, παράλληλα με την οδό 25ης Μαρτίου. Το κυρίαρχο επίμηκες τμήμα του κτιρίου είναι ο διακριτός όγκος του τελευταίου ορόφου, που προεκτείνεται στο τμήμα του οικοπέδου απέναντι από την πλατεία πάνω σε υποστυλώματα που διαμορφώνουν μία στοά μεγάλου ύψους. Ο στεγασμένος υπαίθριος χώρος της στοάς, διαμορφώνει την πλατεία υποδοχής και εισόδου του κτιρίου. Ο κύριος κτιστός όγκος του Μεγάρου επεκτείνεται καταλαμβάνοντας όλο το νότιο τμήμα του οικοπέδου.

Με τις βασικές αυτές επιλογές επιτυγχάνεται η υλοποίηση ενός νοητού μετώπου που οριοθετεί την κάτω πλευρά και ολοκληρώνει το χώρο του «ιστορικού» κέντρου, συμπληρώνοντας το κενό του ιστού και εξασφαλίζοντας την αναφορά και παρουσία του Δημαρχείου και μάλιστα των ιεραρχικά ανώτερων χώρων (γραφείο Δημάρχου) απέναντι από την πλατεία. Ταυτόχρονα εξασφαλίζεται η κύρια είσοδος του Μεγάρου στη «φυσική» της θέση, συνδυασμένη με μεγάλο υπαίθριο χώρο υποδοχής και εκτόνωσης, που αναιρεί τα κυκλοφοριακά «φράγματα» των γύρω δρόμων. Δημιουργείται ένας κτιριακός όγκος που εξασφαλίζει νότιο και ανατολικό προσανατολισμό για τους εργασιακούς χώρους, ενώ εισχωρεί με κανονικότητα και εντάσσεται στον κτισμένο ιστό διατηρώντας καθαρούς όγκους που διευκολύνουν την ανάγνωση και αντίληψη της συνέχειας του συνολικού όγκου από τις προοπτικές όψεις.

Διαμόρφωση Χώρου Αφετηρίας Κλασσικού Μαραθώνιου Δρόμου

O Κλασικός Μαραθώνιος Αθηνών είναι ένας σημαντικός ιστορικός θεσμός με μεγάλη συμμετοχή από αθλητές από όλο τον κόσμο που έρχονται για να τρέξουν την Κλασσική Μαραθώνια Διαδρομή (κατά μέσο όρο σε 18.500).

Η ιδιαιτερότητα του τόπου, μια φυσική λεκάνη στους πρόποδες της Πεντέλης όπου το Αττικό τοπίο κατακερματίζεται από την εξάπλωση του αστικού ιστού, οδήγησε στην ανάγκη συγκρότησης ενός συνολικού, ήπιου τοπίου, όπου οι χαράξεις, οι μεγάλοι άξονες και φυγές, τα επίπεδα και οι κτιριακοί όγκοι ακολουθούν την τοπογραφία του εδάφους, δημιουργώντας ένα νέο ανάγλυφο ορισμένο με σαφή ή χαλαρά όρια, ανάλογα με το γειτονικό περιβάλλον.

H πρόταση κλήθηκε να πραγματοποιήσει τον χωρικό, αστικό και τοπιακό σχεδιασμό ενός οικοπέδου περίπου 58.000τμ. Ταυτόχρονα, η εξυπηρέτηση διαφορετικού είδους και πλήθους χρηστών, η οργάνωση πολλαπλών και εναλλακτικών κινήσεων, η ανάγκη συνύπαρξης ποικιλόμορφων χρήσεων και δράσεων με αλληλοκαλυπτόμενες σημασίες (επίσημες, καθημερινές, στιγμιαίες ή διαχρονικές), οδήγησαν στη δημιουργία τριών ρευστών μεταξύ τους χωρικών ενοτήτων που συλλειτουργούν και συγκροτούν τη συνολική διαμόρφωση:

Του Σταδίου που περιλαμβάνει την κάθοδο του βουνού με κεκλιμένα επίπεδα και κερκίδες (με ορατότητα προς το χώρο της εκκίνησης) και περιλαμβάνει στίβο, γήπεδο και βοηθητικές εγκαταστάσεις.

Της χαμηλωμένης πλατείας των Αθλητικών εγκαταστάσεων, μικρότερος εστιακός χώρος με : Γυμναστήριο, Στοά Αποδυτηρίων, γραφεία Συλλόγων και Κτίριο Επισήμων -ΜΜΕ.

Της Αφετηρίας, που ξεκινά από την Αίθουσα Κλήσης Αθλητών και τη Γραμμή Εκκίνησης, και εκτείνεται στον άξονα του δρόμου διαμορφώνοντας μια διπλή Πλατεία στις παρειές του. Ένα φυσικό «θέατρο», μεγάλων μεγεθών και φυγών, που επιτρέπει την αθρόα παρακολούθηση των αθλητών, κορυφώνεται στο επιμήκες Γλυπτικό Πέτασμα και οριοθετείται από το φυτεμένο Πρανές στην πλευρά του ρέματος και του οικισμού.

Ο χώρος συνολικά συμπληρώνεται με Ειδικές εγκαταστάσεις (ολυμπιακή φλόγα, γλυπτά) και υπαίθριο Εξοπλισμό (φωτιστικά, πάγκοι, κρήνες κλπ).

Υλικά:
Έγχρωμο εμφανές σκυρόδεμα (σε προκατασκευή ή έγχυτο) με πελεκητά ή αμμοβολισμένα τελειώματα, έγχρωμα γαρμπιλοδέματα ( με επεξεργασία υδροβολής), μάρμαρο και μέταλλο (κουφώματα μορφοσίδερου, σιδηρές κατασκευές).

Βιβλιοθήκη Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ στο κτίριο Αβέρωφ

Το κτίριο Αβέρωφ στεγάζει κυρίως τους χώρους διδασκαλίας, αμφιθέατρα και σχεδιαστήρια των φοιτητών. Eίναι δηλαδή ο χώρος της καθημερινής ζωής τους, που συσπειρώνεται γύρω από το αίθριο. Για την οργάνωση και εγκατάσταση της βιβλιοθήκης επιλέχτηκε το Β-Α τμήμα του κτιρίου, ώστε να αποτελέσει και αυτή έναν τόπο καθημερινής ζωής και ανακάλυψης της γνώσης.

Η επέμβαση επιχειρεί να ερμηνεύσει και να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των χώρων, μορφολογικά και κατασκευαστικά.

– Τη γραμμική αλληλουχία τους

– Τη διαφορετική μορφή τους

– Το μεγάλο ύψος με τα ψηλά ανοίγματα

– Τις οροφές με θόλους και σταυροθόλια

Η πρόταση εντείνει τη γραμμικότητα με τη διάνοιξη ανοιγμάτων ενοποίησης στον άξονα και την τοποθέτηση μιας γραμμικής κλίμακας στον διαμήκη αυτόν άξονα. Στον κάθε χώρο επιχειρείται η ερμηνεία του σχήματος και της μορφής του με τον τρόπο σχεδιασμού και διάταξης του εξοπλισμού. Το ύψος αναδεικνύεται με τη δημιουργία διώροφων βιβλιοστασίων στον κεντρικό χώρο, που διαπερνούν τους αναρτημένους διαδρόμους προσπέλασης.

Κτίριο Κεντρικής Βιβλιοθήκης ΕΜΠ στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου

Αφορά στην ανάπλαση ενός υπάρχοντος σκελετού από beton arme και την προσαρμογή του στις απαιτήσεις ενός ανανεωμένου κτιριολογικού προγράμματος και ως εκ τούτου και λειτουργικού διαγράμματος.

Η εισαγωγή νέων λειτουργιών, όπως η ηλεκτρονική οργάνωση, και οι αίθουσες πολυμέσων, που θα έπρεπε να λειτουργούν και ανεξάρτητα από την κυρίως βιβλιοθήκη, προϋπέθεταν την σύνταξη ενός σύνθετου  λειτουργικού διαγράμματος, που να ανταποκρίνεται στις  απαιτήσεις μιας μεγάλης βιβλιοθήκης με άρτια οργάνωση, όπως οφείλει να είναι η Κεντρική Βιβλιοθήκη του Ε.Μ.Π.

Ως προς τις λειτουργικές επιλογές, κύριο στόχο του σχεδιασμού  αποτέλεσε  η ορθολογική και ευέλικτη οργάνωση των λειτουργικών σχέσεων. Η οργάνωση αυτή υπακούει  σ’  ένα διάγραμμα κινήσεων , με σαφή διαχωρισμό των κινήσεων αναγνωστών  και προσωπικού.

Η  κύρια είσοδος πραγματοποιείται στη δεύτερη στάθμη,  σε ένα ευρύ χώρο με κύρια λειτουργία τον έλεγχο και την πληροφόρηση. Σε άμεση επαφή βρίσκεται το εσωτερικό αίθριο, όπου οργανώνονται οι κινήσεις των αναγνωστών στα τρία κύρια επίπεδα των αναγνωστήριων και των ανοιχτών βιβλιοστασίων .

Οι θέσεις της ηλεκτρονικής ανάγνωσης χωροθετούνται σε περίοπτη θέση στη βάση του  κεντρικού αυτού αίθριου, σηματοδοτώντας  τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της σύγχρονης αυτής βιβλιοθήκης του Τεχνολογικού Ιδρύματος.

Τα αναγνωστήρια οργανώνονται στις τρεις κύριες στάθμες, με σταδιακή μετάβαση  από τα μαζικά αναγνωστήρια της πρώτης στάθμης στα ατομικά αναγνωστήρια (carrels) της τρίτης στάθμης. Ο περίκλειστος πύργος, κυρίαρχο και συμβολικό στοιχείο περιέχει τα κλειστά βιβλιοστάσια και τις συλλογές  σπάνιων βιβλίων.

Η συνέχεια στις σχέσεις των χώρων παρέχει την απαιτούμενη ευελιξία αλλαγών στην οργάνωση των λειτουργιών και την ευκολία προσαρμογής στις εξελισσόμενες ανάγκες των σύγχρονων βιβλιοθηκών.

Δικαστικό Μέγαρο Θήβας

Οικόπεδο 4.200 τ.μ., σε κατοικημένη περιοχή λίγο μακρύτερα από το κέντρο της πόλης. Η προσέγγιση γίνεται από την βορινή πλευρά μέσω του κεντρικού δρόμου και από την δυτική μέσω πεζόδρομου.

Το κτιριολογικό πρόγραμμα περιλαμβάνει :

α. χώρους απονομής δικαιοσύνης (αίθουσες ακροατηρίων, αίθουσες συσκέψεων δικαστών και χώρους κυκλοφορίας και αναμονής για το κοινό των ακροατηρίων) και

β. χώρους δικαστικών υπηρεσιών (γραφεία, αρχεία, ταμεία κλπ).

Λειτουργικά στην πρώτη στάθμη αναπτύσσεται ο χώρος αναμονής των ακροατηρίων (στοά), οι αίθουσες των ακροατηρίων, το φουαγιέ των δικαστών, το ισόγειο του κτιρίου γραφείων με τις λειτουργίες μεγάλης κίνησης (ποινικό μητρώο, ταμεία) η υπηρεσία ανηλίκων με ξεχωριστή είσοδο και απέναντι η αίθουσα δικηγόρων – πελατών. Στη δεύτερη στάθμη υπάρχει το ειρηνοδικείο, το πταισματοδικείο, και ο Δικηγορικός Σύλλογος με ανεξάρτητες προσβάσεις. Στην τρίτη βρίσκονται οι υπηρεσίες του πρωτοδικείου με την πτέρυγα των δικαστών και στην τέταρτη η εισαγγελία. Στο υπόγειο βρίσκονται τα αρχεία, χώροι αποθηκών και Η/Μ εγκαταστάσεων και χώρος στάθμευσης 40 θέσεων.

Αποκατάσταση και Χρήση Ανατολικού Νεωρίου στο Λιμάνι του Ηρακλείου

Επανάχρηση δεν σημαίνει αναίρεση της συμβολικής παρακαταθήκης ενός ιστορικού κελύφους. Σημαίνει ‘επαναβίωση’ και ‘επανασημασιοδότησή’ του, ώστε να παραμείνει στη μνήμη και τη ζωή της πόλης. Η πρόταση προσπαθεί να πειθαρχήσει εκφραστικά στην ‘ανακουφιστική σιωπή’ και δομική λιτότητα του μνημείου και όχι να μεταχειριστεί το κέλυφος σαν πεδίο ‘δημιουργικής ιδιαιτερότητας’. Επιχειρεί να αναδείξει και να ζωογονήσει τον εσωτερικό όγκο με στόχο να επανακατοικηθεί το ίδιο το κτίσμα και όχι απλά να ‘στεγάσει’ μια νέα κατασκευή. Αναζητήθηκε μια ροή κινήσεων, που θα ενοποιεί τη συνολική, εσωτερική λειτουργία των τριών κτηρίων και ταυτόχρονα θα δημιουργεί τους χώρους -τους μικρότερους τόπους- των νέων χρήσεων. Το Αρσενάλι παραμένει ένα πέρασμα-δρόμος, η διαδρομή του όμως επεκτείνεται και εμπλουτίζεται με μια αλληλουχία από κεκλιμένα επίπεδα και ανισοϋψή πατάρια, που δημιουργούν τις γαλαρίες των εκθεσιακών χώρων, λειτουργώντας ταυτόχρονα σαν εξώστες για τα εσωτερικά δρώμενα και σαν πλατώματα-‘καταστρώματα’ συλλογικών δράσεων. Ο επισκέπτης ανακτά το ‘θετικό κενό’ των θόλων, προσεγγίζει και παρατηρεί την τεχνοδομία τους και αποκτά μια νέα αντίληψη του χώρου με στοχευμένες οπτικές φυγές και θέες. Το νεώριο λειτουργεί σαν εκθεσιακός χώρος, με δυνατότητα να δεχθεί ομαδικές πολιτιστικές δράσεις στις επιμέρους χωρικές ενότητες. Το δυτικό πατάρι επεκτείνεται σαν εξώστης με θέα προς το Ενετικό λιμάνι και φιλοξενεί το κυλικείο. Οι χώροι των δεξαμενών φιλοξενούν θεατρικές και μουσικές παραστάσεις παίρνοντας φως από τα δρώμενα της τέχνης. Ο πρώτος θόλος επεκτείνει τη διαδρομή του εκθεσιακού χώρου λειτουργώντας παράλληλα σαν φουαγιέ του χώρου εκδηλώσεων στον δεύτερο θόλο. Οι χώροι αποκτούν άμεση πρόσβαση από τον εξωτερικό χώρο στη στάθμη των παταριών και δυνατότητα αυτόνομης λειτουργίας. Η αποθήκη του αλατιού στεγάζει ένα νεανικό εργαστήρι μουσικής/οργανοποιίας με αναφορά στην πλατεία του Τελωνείου. Για όλες τις νέες κατασκευές επιλέχθηκε ένα ενιαίο, αυτοφερόμενο δομικό σύστημα από μέταλλο και ξύλο, απλής οικοδομικής τεχνολογίας, που χωρίς να μιμείται, στήνει ξανά τις σκαλωσιές του ναυπηγείου.

Ολυμπιακός Δακτύλιος : Στέγαστρα υπόγειων διαβάσεων

Στόχος της παρέμβασης η συνολική αναβάθμιση της εικόνας της λεωφόρου και η ανάδειξη του χαρακτήρα της ως σημαντικού μητροπολιτικού οδικού άξονα της πόλης.

Η αρχική πρόταση περιλάμβανε σημαντικές επεμβάσεις στα πλευρικά πεζοδρόμια και τις λωρίδες επιβράδυνσης για τη δημιουργία διευρυμένων ζωνών πρασίνου με υψηλή και χαμηλή φύτευση, καθώς και επεμβάσεις στους πλευρικούς δρόμους βραδείας κυκλοφορίας και τις περιοχές των στάσεων των μέσων μαζικών μεταφορών.

Στην υλοποιούμενη πρόταση οι ζώνες πρασίνου δημιουργούνται στα πλαίσια των υπαρχόντων πεζοδρομίων.

 

Ολυμπιακός Δακτύλιος : Τοπόσημα

Στόχος της παρέμβασης ήταν η σήμανση και ανάδειξη κομβικών σημείων του άξονα του Ανατολικού κλάδου του Ολυμπιακού Δακτυλίου. Προτάθηκαν τέσσερις παραλλαγές Τοποσήμων, βασισμένες στην ίδια κατασκευαστική λογική. Πρόκειται για μεταλλικές κατασκευές μεγάλου ύψους (9μ.) με εσωτερικό φωτισμό.

 

Το Τοπόσημο αποτελείται από ένα κεντρικό κορμό, τον οποίο συνθέτουν δύο κατακόρυφα φύλλα λαμαρίνας που στρατζάρονται εσωτερικά και στις δύο πλευρές και συνδέονται μεταξύ τους με διαφράγματα από λαμαρίνα. Η κατασκευή εδράζεται σε βάση οπλισμένου σκυροδέματος μέσω μεταλλικής πλάκας. Τα δύο φύλλα επενδύονται εξωτερικά με φύλλα μπρουτζολαμαρίνας. Στο άνοιγμα ανάμεσα στα δύο κατακόρυφα φύλλα – και στις δύο όψεις τις κατασκευής – τοποθετείται μεταλλική επιφάνεια, φίλτρο, από ανοξείδωτη διάτρητη λαμαρίνα για την διάχυση του φωτισμού.

 

Στο εσωτερικό της κατασκευής τοποθετούνται κατακόρυφες φωτιστικές πηγές, ενώ στο άνω τμήμα τοποθετείται προβολέας με κατεύθυνση προς τα πάνω. Η επισκεψιμότητα των φωτιστικών του Τοποσήμου εξασφαλίζεται με αφαίρεση του αντίστοιχου τμήματος της πίσω σίτας.

 

Τύπος 1. Στον τύπο αυτό το κεντρικό στοιχείο συνδυάζεται με δεύτερη μεταλλική κατασκευή. Το δεύτερο τμήμα, που τοποθετείται στην μπροστινή όψη, έχει την μορφή κατακόρυφου φύλλου με ελαφριά κλίση προς τα εμπρός και αποτελείται από συνδυασμό ανοξείδωτων σωλήνων.

 

Τύπος 2. Αποτελείται μόνο από τον κεντρικό κορμό. Στην μπροστινή όψη (μεγαλύτερο άνοιγμα) τοποθετείται ανοξείδωτη μεταλλική σίτα, που προεξέχει με καμπύλο σχήμα από την κατασκευή.

 

Τύπος 3. Η παραλλαγή αυτή είναι κατασκευαστικά όμοια με τον τύπο 2, με την διαφορά ότι στο εμπρός τμήμα και ανάμεσα στο άνοιγμα των φύλλων τοποθετείται κατασκευή από ανοξείδωτο σωλήνα ο οποίος φέρει μεταλλικούς, ανοξείδωτους δίσκους απομειούμενης διαμέτρου από επάνω προς τα κάτω – από 55εκ. έως 22,5εκ. – τοποθετημένους με κλίση ως προς τον άξονα του ορθοστάτη. Η κατασκευή έχει την δυνατότητα να περιστρέφεται περί τον άξονά της, με την βοήθεια μηχανισμού στην βάση της κατασκευής.

Τύπος 4. Η παραλλαγή αυτή είναι κατασκευαστικά όμοια με τον τύπο 3, με την διαφορά ότι στο εμπρός τμήμα και ανάμεσα στο άνοιγμα των φύλλων τοποθετείται ανοξείδωτη μεταλλική σπείρα από χαλύβδινα ελάσματα απομειούμενης διατομής από επάνω προς τα κάτω.

Η σπείρα φέρεται στον άξονά της από ανοξείδωτο μεταλλικό σωλήνα και έχει την δυνατότητα να περιστρέφεται με την βοήθεια μηχανισμού στην βάση της κατασκευής. Η περιστροφή, για λόγους ασφαλείας, γίνεται από το δεύτερο τμήμα της σπείρας και επάνω, ενώ το κάτω τμήμα παραμένει σταθερό.

 

Δημαρχιακό Μέγαρο Aγ. Παρασκευής

Η ιδιαιτερότητα του μικρού μετώπου και μεγάλου βάθους του οικοπέδου έθεσε σαν βασικό στόχο την εξασφάλιση σαφούς αναφοράς του κτιρίου στην πλατεία Αγ. Παρασκευής, με ταυτόχρονη δημιουργία υπαίθριου χώρου υποδοχής και εκτόνωσης του κτιρίου. Ταυτόχρονα, την μη ανάπτυξη των κύριων όψεων του κτιρίου στο βάθος του οικοπέδου, δηλαδή με αναφορά στους υποβαθμισμένους ακάλυπτους των γύρω κτισμάτων.

 

Ο βασικός όγκος του κτιρίου, έχει μέτωπο στην οδό Αγ. Ιωάννου και διατάσσεται στην πρόσοψη του οικοπέδου.

Ο όγκος αυτός είναι στο μεγαλύτερο τμήμα της βάσης του κενός, δημιουργώντας μία στοά ύψους τριών ορόφων, που επιτρέπει την διαμπερότητα προς το βάθος του οικοπέδου και αναιρεί το κλειστό μέτωπο από την πλευρά του δρόμου. Διαμορφώνει δηλαδή μία μορφή “πύλης” που υποδέχεται την κίνηση των επισκεπτών και ενοποιείται με την εσωτερική αυλή – αίθριο του  κτιρίου δημιουργώντας έναν ενιαίο υπαίθριο χώρο με διαστάσεις πλατείας.

Η στοά υποβαστάζει τον επιμήκη όγκο των κύριων λειτουργιών του Δημαρχείου και αποδίδει στο κτίριο ένα “εσωτερικό” μέγεθος που το διαφοροποιεί από την κλίμακα του περιβάλλοντος.

Από το πλήρες τμήμα του μετωπικού όγκου, στη νότια, πλευρά ξεκινά μία διώροφη πτέρυγα που διατρέχει το νότιο τμήμα προς το βάθος του οικοπέδου.

Η πτέρυγα αυτή καταλήγει στον χαμηλό, αυτόνομο όγκο του Πολιτιστικού χώρου, που διατάσσεται στο βάθος του οικοπέδου ολοκληρώνοντας το κτιριακό συγκρότημα και οριοθετώντας μία εσωτερική αυλή – αίθριο. Η εσωτερική πλατεία αποτελεί την “καρδιά” του κτιρίου, και αποδίδει την αίσθηση της “κοινότητας” στο Δημαρχείο. Αποτελεί χώρο εκτόνωσης και κυρίως έναν προφυλαγμένο χώρο συγκέντρωσης, ανοικτό και αντιληπτό από τον εξωτερικό χώρο και χαρακτηρισμένο από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ίδιου του κτιρίου και όχι από το κτισμένο περιβάλλον.

Το δώμα του Πολιτιστικού χώρου είναι βατό και διαμορφωμένο και ενοποιείται με τον υπαίθριο χώρο στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου, φιλοξενώντας έναν υπαίθριο χώρο συγκέντρωσης – δημοτικό κινηματογράφο.

Το κτίριο αντιμετωπίστηκε συνολικά με βάση τις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού.

Δύο Κατοικίες στο Νέο Βουτζά

Πρόκειται για δύο κατοικίες, συγγενικών προσώπων, μία με- γαλύτερη και μία μικρότερη, σε ένα πολύ προνομιακό οικόπεδο στο νέο Βουτζά, με νότιοανατολική θέα προς τη θάλασσα, και με μόνο μειονέκτημα την πολύ μεγάλη κλίση του.

Το έργο πραγματεύεται την προσαρμογή της κατοικίας μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Από τη μια, το παρθένο έδαφος σε μία περιοχή παλιού δάσους, που γρήγορα μετατρέπεται σε οικιστική. Αλλαγή δυσοίωνη, και σχεδόν αναπότρεπτη. Πως πλησιάζει κανείς τη φύση; Πως μπορεί να μετατρέψει την εμπειρία της κλίσης ή της πτώσης του εδάφους σε χωρικές σχέσεις; Χώροι που κυλούν ο ένας στον άλλο; Ελεύθερες διαδρομές; Πότε θα εμφανιστεί καλύτερα η καθετότητα των κορμών και η ευλυγισία των κλαδιών και των φυλλωμάτων; Με ρευστούς ή με γεωμετρικούς όγκους; Η εκτυφλωτική θέα διασπά την εσωτερική ενότητα της κατοικίας; Υπάρχουν χωρικές συσχετίσεις που να μπορούν να μεταφέρουν τις πρώτες αισθήσεις της σκιάς, της υγρασίας ή της δροσιάς που βίωσε κανείς στο αρχικό περιβάλλον; Η όλη προσπάθεια  διερευνά το πως χωρίς να ξεκινά κανείς από κάτι δεδομένο, είναι δυνατό να συνταχτεί και να ερμηνευτεί ένα ιδιότυπο, μα τόσο πραγματικό σταυρόλεξο, ανάμεσα σε δύο φαινομενικά αντίρροπα περιβάλλοντα, αυτό της φύσης και αυτό της ζωής των ανθρώπων.

Το θέμα στηρίχθηκε στη συσχέτιση των τρόπων κίνησης, αντί- ληψης και εποπτείας, που συνολικά ή θραυσματικά, δημιουργούν ροές και συνέχειες του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου και οδηγούν αβίαστα την κοινή καθημερινή ζωή στο ύπαιθρο και αντίστροφα.

Στο πρώτο σπίτι η κίνηση γίνεται παράλληλα στη μεγάλη πλευρά του ορθογωνικού του όγκου, με μία ελικοειδή, κλιμακωτή πορεία. Το κλιμακωτό κατέβασμα αποκαλύπτει σταδιακά τη θέα και τον υπαίθριο χώρο και οδηγεί στους χαμηλότερους κοινόχρηστους χώρους, που βρίσκουν άμεση εκτόνωση σε ένα στεγασμένο ημιυπαίθριο χώρο, προφυλαγμένο απάγγειο της κεντρικής αυλής, και μετά σε μια διαμορφωμένη στάση στη σκιά ενός δέντρου, είτε στο κάτω επίπεδο της πισίνας, μπροστά από τη νότια στοά έξω από έναν υπόσκαφο χώρο για τις κοινές δραστηριότητες των δύο οικογενειών.

Στο δεύτερο κυβόσχημο σπίτι, η κίνηση / βύθιση γίνεται κατα- κόρυφα μέσα στο εσωτερικό του, μέχρι τη στάθμη της κάτω αυλής.

Πολυκατοικία στο Μετς

Η μελέτη πραγματεύεται κυρίως τρία ζητήματα.

– Tο μέτρο που συσχετίζει την έκφραση της “ιδιωτικότητας” των πολυκατοικιών με την παρουσία τους στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου. Δηλαδή τη “δημόσια αστικότητα” των ιδιωτικών καταλυμμάτων.

– Τη δυνατότητα “ανταπόκρισης” στην τοπογραφία του εδάφους και την εμφάνιση του ανάγλυφου, με τρόπο που αυτό δε θα καθηλώνεται από την κατακορυφότητα και τις οριζόντιες ζώνες μιας σκληρής και αμετάκλητης κλίμακας.

– Τη δυνατότητα υπαίθριας και ημιυπαίθριας ζωής σε συνθήκες ασφυκτικής στενότητας δεδομένων και γειτνιάσεων.

Το οικόπεδο είναι σφηνωμένο στη γωνία της κορύφωσης δύο ανηφορικών δρόμων, με ενδείξεις μιας υπολειπόμενης τοπογραφίας ενός υψώματος ανάμεσα στις κατακόρυφες πολυκατοικίες του Παγκρατίου και στα κυβόσχημα νεοκλασσικά του Μετς. Με οριακή δυνατότητα να βγάλει τα ωφέλιμα “μέτρα” λόγω του “ιδεατού στερεού”, με δύσκολο προσανατολισμό λόγω της ΝΑ μεσοτοιχίας, με μακρινές αλλά αντίρροπες θέες, καθώς οι χαμηλοί όροφοι βλέπουν ΒΑ προς το Λυκαβηττό στη μεριά του στενότερου δρόμου, ενώ οι ψηλοί όροφοι έλκονται από τη ΝΔ θέα της Ακρόπολης.

Χωρίς τα προνόμια του ελεύθερου χώρου, οι κατοικίες καταλαμβάνουν τη γωνία του κτιρίου με τους χώρους διημέρευσης, που εκτονώνονται σε εξώστες με δυνατότητα οπτικών φυγών προς τις δύο αντίρροπες θέες και επιτρέπουν την κινητικότητα προς την ημιυπαίθρια ζωή. Οι χώροι του ύπνου καταλαμβάνουν κυρίως την εσωτερική γωνία με τον ΝΑ προσανατολισμό.

Καθώς η πολυκατοικία εποπτεύονταν πάντα από την κριτική ματιά του πεζού που ανηφορίζει και οι έντονες φυγές των κλίσεων πολλαπλασιάζουν την κλίμακα, η όλη προσπάθεια οδήγησε στον περιορισμό των εξωστών μέχρι την οικοδομική γραμμή και στα δεσίματά τους ανά ορόφους με πλήρες ή περσίδες για να διαγράφουν την εσωτερική σύσταση αλλά και να εμφανίζουν τις διαφορετικές κλίμακες. Η βάση ισχυροποιήθηκε με ένα κεκλιμένο επίπεδο που ανεβαίνει σχεδόν μέχρι το 2ο όροφο, ένα “γόνατο αντιστήριξης”, που εμφανίζει το εδαφικό ανάγλυφο και στηρίζει τον κορμό. Στην πλαϊνή όψη φαίνονται να κυριαρχούν οι εξώστες αλλά επιτρέπουν να φυτευτεί το πεζοδρόμιο στη σειρά των διπλανών πεύκων.